- σύστρεμμα
- το, ΝΜΑ [συστρέφω]1. καθετί το συνεστραμμένο2. (κατ' επέκτ.) κουβάρι, τυλιχτάριμσν.μτφ. συνωμοτικό σχέδιο («πονηρὸν τεκτηνάμενος σύστρεμμα», Νικ. Χων.)αρχ.1. πλήθος ανθρώπων, όχλος2. συντεταγμένη ομάδα, λόχος («καὶ οἰ δύο ἄνδρες ἡγούμενοι συστρεμμάτων», ΠΔ)3. σώμα αποτελούμενο από δύο ξεναγίες4. νεόπλασμα στα εντόσθια5. οίδημα, φλεγμονή, απόστημα6. φρ. «ὄμβρου συστρέμματα» — στρογγυλές σταγόνες βρόχινου νερού.
Dictionary of Greek. 2013.